χωλόν

χωλόν
χωλός
lame
masc acc sg
χωλός
lame
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • SCIMPODIUM — Graece Σκιμπόδιον, simile quiddam lecto pensili fuit, quod licet nusquam appenderent, erat tamen vel lectus parvus, vel quid in formam pensilis lecti constructum: quo per urbes ac vias tam viri, quam mulieres, gestabantur. Hinc Dion Historicus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιππωνάκτειος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Ίωνα ποιητή τού 6ου π.Χ. αιώνα Ιππώνακτα 2. φρ. «ἱππωνάκτειο μέτρο» η μετρική παραλλαγή τού τροχαϊκού τετραμέτρου την οποία επινόησε ο ποιητής Ιππώναξ σε σκωπτικά ποιήματά του, τοποθετώντας σπονδείο αντί για… …   Dictionary of Greek

  • τραγίσκιον — τὸ, Α [τραγίσκος] 1. υποκορ. μικρό τραγί 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξάγω χωλὸν τραγίσκιον παιδιᾱς εἶδος παρὰ Ταραντίνοις»· …   Dictionary of Greek

  • φορείο — το / φορεῑον, ΝΜΑ, και φόριον Α [φορεύς] είδος φορητού καθίσματος ή κρεβατιού με το οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος από άλλους (α. «μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε με φορείο στο νοσοκομείο» β. «ὅν χωλὸν ὄντα καὶ φορείῳ... προσκομιζόμενον», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”